ἀνάπαιστος

ἀνάπαιστος
ἀνά-παιστος, ον, (cf. sq.)
A hammered, forged,

κλείς IG2.678B64

, al., 11.161A94 (Delos, iii B. C.).
II struck back, rebounding:—as Subst., anapaest (i. e. a dactyl reversed), D.H.Comp. 25, Heph.8, etc.;

ἀ. ἀπὸ μείζους

dactyl,

Aristid.Quint.1.15

.
2 anapaestic verse, Arist.Po.1452b23, D.H.1.25, etc.: in pl., of the Comic parabasis, Ar.Eq.504, Pax735, al.;

ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι Pherecr.79

, cf. Sch.metr.Pi.O.4.1; ἀνάπαιστόν τι something in anapaestic metre, Aeschin.1.158: ἀνάπαιστα, τά, anapaestic verses, Alciphr. 3.43; esp. of ribald or satirical songs, D.C.66.8, Plu.Per. 33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάπαιστος — hammered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαιστος — ο μετρικό πόδι που το απαρτίζουν δύο άτονες συλλαβές και μια τονισμένη (στην αρχαιότητα δύο βραχείες συλλαβές και μια μακρά): Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάπαιστον — ἀνάπαιστος hammered masc/fem acc sg ἀνάπαιστος hammered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαίστοις — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαίστου — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαίστους — ἀνάπαιστος hammered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαίστων — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαίστῳ — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπαιστα — ἀνάπαιστος hammered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπαιστοι — ἀνάπαιστος hammered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”